2.3.07

ΕΡΑΝΙΣΜΑΤΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

……………………..
Συγκρίνων τω όντι τας ησύχους καθημερινάς απολαύσεις της Κέας προς το ηδυπαθές ρίγος, το οποίον με κατέβαλεν όταν μετά δεκαήμερον εξορίαν μου ένευσε προ ολίγου η Χριστίνα να υπάγω κοντά της, κατήντησα εις το συμπέρασμα ότι το ποσόν μακαριότητος, το οποίον δύναται τις να αισθανθή πλησίον γυναικός, είναι ακριβώς ανάλογον της ανησυχίας, της ζήλειας, των στερήσεων και των άλλων βασάνων όσα προηγήθησαν αυτού. Μόνος ο διελθών δια τοιούτου καθαρτηρίου λαμβάνει έπειτα το χάρισμα να εισδύση εις το αγιαστήριον της υπέρτατης ηδυπάθειας. Τας πύλας αυτού δεν δύναται να μας ανοίξη ούτε σεμνή παρθένος, ούτε φιλόστοργος σύζυγος, ούτε υπεραγαπώσα ημάς ερωμένη, αλλά μόνον γυνή φιλάρεσκος, ιδιότροπος και όχι καθ’ ημέραν καλή.

Οι χοροί εξηκολούθησαν, όχι όμως και η ταράττουσα τoν ύπνον μου ιδιαιτέρα προς τον Βιτούρην εύνοια της Χριστίνας, η οποία εφαίνετο ήδη προτιμώσα των στεναγμών και των ξανθών πλοκάμων του αισθηματικού νεανίσκου τους μαύρους μύστακας και τους πλατείς ώμους του αρειμανίου ημών φρουράρχου. Μετ’ ολίγας όμως ημέρας εύρεν αυτόν χονδράνθρωπον, συγκρίνουσα τους ελληνοπρεπείς τρόπους του προς την έξοχον ευγένειαν, την χάριν και την ευφυίαν του νεωστί διορισθέντος προξένου της Γαλλίας. Ουδέ τούτου όμως υπήρξε μακρά η βασιλεία. Την κομψότητα του παρισινού φράκου του εσκέπασε μετ’ ολίγον η λάμψις της στολής και των παρασήμων του αρχηγού της αγγλικής μοίρας. Έπειτα ήλθεν η σειρά του Ιταλού αυτοσχεδιαστού Ρεγάλδη, περιηγούμενου την Ανατολήν προς συλλογήν δαφνών και ταλλήρων, και μη απαξιώσαντος τα Συριανά. Τον γέροντα τούτον κύκνον της Νοβάρρας διεσκέδασε να κρατήση επί όλον μήνα εις την Σύρον, και εις τοιούτον βαθμόν ν’ απομωράνη, ώστε μη αρκούμενος εις όσα έγραφεν εις το λεύκωμα της ακροστίχια, απήγγειλε και από της σκηνής ύμνον εις την Σειρήνα του Αιγαίου, υπερσκανδαλίσαντα τους Συριανούς και προ πάντων του μη εννοούντας ιταλικά. Αλλ’ εγώ ήμην ήδη πολύ ησυχώτερος βλέπων τους ευνοούμενους να διαδέχωνται αλλήλους ως φαντάσματα μυθικής λυχνίας.

Δύσκολον τω όντι ήτο να εύρη καιρόν ν’ αγαπήση κανένα ή επιχειούσα τον κόσμον όλον να κατακτήση. Την άμετρον φιλαρέσκειαν της γυναικός μου εσυνήθισα βαθμηδόν να θεωρώ ως ασφάλειαν κατά της μεγάλης συμφοράς, ως είδος τι αλεξικέραυνου, ή, ως θα έλεγεν ο Χαλδούπης, αλεξικέρατου. Το μόνον το οποίον εξηκολούθει να με στενοχωρή ήτο, ότι ολίγος της επερίσσευε και δι’ εμέ καιρός. Είχον απελπισθή να την ίδω ήσυχον προ της μυριοποθήτου σαρακοστής, όταν διέκοψεν αιφνιδίως τας διασκεδάσεις ο θάνατος του γέροντος Μισέ Λιονή Λεγάμενου, συγγενεύοντος με όλον τον χορευτικόν κόσμον της νήσου.

΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄

Ο χειμών επανέφερε τους χορούς με όλας αυτών τας ενοχλήσεις και ανησυχίας. Ταύτας όμως εμετρίαζε πολύ η καθ’ ημέραν αυξάνουσα πεποίθησις μου, ουχί εις την αγάπην ή την αρετήν, αλλ’ εις την φιλαρέσκειαν και τον εγωισμόν της γυναικός μου, τον ικανόν να την αποτρέψη από πάσαν επικίνδυνον τρέλλαν. Η Χριστίνα δεν ανήκε βεβαίως εις το γένος των τρυγόνων και των περιστερών, αλλά πολύ μάλλον των παγωνίων. Οι πόθοι της εφαίνοντο περιοριζόμενοι εις το να θαμβώνη τας Συριανάς δια της πολυτέλειας των εσθήτων της, και να ράπτη εις την άκραν αυτών πολυπληθές επιτελείον θαυμαστών. Εκ τούτων οι μεν επίσημοι ξένοι ήσαν ευτυχώς διαβατικά και κάπως μαδημένα υπό της ηλικίας πτηνά, της δε αυτόχθονος νεολαίας αι αισθηματικαί φράσεις είχαν μεγάλην ομοιότητα με τα ερωτικά δίστιχα, εις τα οποία τυλίγουν οι ζαχαροπλάσται τας καραμέλας. Έπειτα, όση και αν ήτο η μετριοφροσύνη μου, δεν ηδυνάμην να μη έχω πεποίθησιν τινα εις τα ιδικά μου έκτακτα συζυγικά προσόντα, την συγκατάβασιν, την υποκρισίαν, την υπομονήν μου, την αποχήν από πάσα απαίτησιν και την πρόθυμον πληρωμήν παντός λογαριασμού.

Αληθές είναι, ότι υπέφερα πολύ όταν την έβλεπα να τρίβη τους γυμνούς ώμους της εις τας χρυσάς επωμίδας ναυτικού, ή ν’ αποσύρεται εις μίαν γωνίαν και επί πολλήν ώραν να κρυφομιλή όπισθεν του ριπιδίου της, και ακόμη περισσότερον όταν ευθύς μετά την επιστροφήν μας μου έλεγε «καλήν νύκτα». Άλλ’ η πείρα με είχε διδάξει να εξατάζω τα πράγματα και υπό τας δύο επόψεις. Η δε άλλη έποψις ήτο ότι, αν εφέρετο καλύτερα μαζί μου, θα την ηγάπων βεβαίως πολύ ολιγώτερον, αφού δια μόνης της δυσπιστίας, της ζηλείας και της ανησυχίας δύναται ο πόθος να διατηρηθή ακμαίος. Η πρώην πεζή γνώμη μου, η περιορίζουσα την ευτυχίαν εις την απαλλαγήν από τοιούτων βασάνων, είχε μεταβληθή εξ’ ολοκλήρου άμα έφθασα να εννοήσω πόσον συντελούσι ταύτα προς κορύφωσιν της ηδυπαθείας. Άδικον λοιπόν και κάπως αχάριστον θα ήτο να παραπονεθώ κατά της γυναικός μου, διότι έπραττεν ακριβώς όσα έπρεπε να πράττη δια να καταστήση γλυκύτερα τα φιλήματα της. Αν είχα καθ’ ημέραν σύζυγον δεν θα είχα εκ διαλειμμάτων εκτάκτου ποιότητος ερωμένην.

..........

(Ψυχολογία Συριανού συζύγου)

Δεν υπάρχουν σχόλια: