1.2.10

Και οι δίκαιοι κατά τη Θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό επαίξανε τα µάτια µου στα χέρια µου οπού ήτανε απιθωµένα στο φιλιατρό. Και θέλοντας να µετρήσω µε τα δάχτυλα τους δίκαιους, ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά; Και αρχίνεσα και εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα με αυτά τα πέντε δάχτυλα, και βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντας το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου. Και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολληώρα και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο, έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέση. Εμνέσκανε το λοιπόν από κάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο φιλιατρό για να βοηθήσω το νού μου να εύρει κάνε τρεις δίκαιους. Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ, ασήκωσα τα τρία μου έρμα δάχτυλα και έκαμα το σταυρό μου.

Έπειτα θέλοντας να αριθμήσω τους αδίκους, έχωσα το ένα χέρι μου στην τσέπη του ράσου μου και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλοίμονον! πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα. Και ο νους μου εζαλίστηκε από το μεγάλο αριθμό, όμως με παρηγορούσε το να βλέπω πως καθένας κάτι καλό είχε απάνω του. Και άκουσα ένα γέλιο φοβερό μες το πηγάδι και είδα προβαλμένα δυο κέρατα.

Και μου ήρθε στο νου μου, περσότερο από όλους αυτούς, η γυναίκα της Ζάκυνθος, η οποία πολεμάει να βλάφτει τους άλλους με τη γλώσσα και με τα έργατα, και ήταν έχθρισσα θανάσιμη του έθνους. Και γυρεύοντας να ιδώ εάν μέσα σε αυτήν την ψυχή, εις την οποία αναβράζει η κακία του Σατανά, αν έπεσε ποτέ η απεθυμιά του παραμικρού καλού, έπειτα που εστάθηκα να συλλογιστώ καλά, ύψωσα το κεφάλι μου και τα χέρια μου προς τον ουρανό και εφώναξα: Θέ μου, καταλαβαίνω πως γυρεύω ένα κλωνί αλάτι μες το θερμό.

Και είδα πως ελάμπανε από πάνου μου όλα τα’ άστρα, και εξάνοιξα την Αλετροπόδα, όπου με ευφραίνει πολύ. Και εβιάστηκα να κινήσω για το ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, γιατί είδα πως εχασομέρησα, και ήθελα να φθάσω για να περιγράψω τη γυναίκα της Ζάκυνθος.

(Η Γυναίκα της Ζάκυνθος)

Δεν υπάρχουν σχόλια: